αδιάβατος

αδιάβατος
-η, -ο (Α ἀδιάβατος, -ον) [διαβαίνω]
αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν διαβεί, να τόν περάσει, ή που τόν διαβαίνει με δυσκολία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀδιάβατος — not to be passed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιάβατος — η, ο αυτός που περνιέται δύσκολα ή δεν περνιέται καθόλου: Σ ένα σημείο ο δρόμος είναι αδιάβατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιάβατον — ἀδιάβατος not to be passed masc/fem acc sg ἀδιάβατος not to be passed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαβάτους — ἀδιάβατος not to be passed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαβάτων — ἀδιάβατος not to be passed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαβάτῳ — ἀδιάβατος not to be passed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάβατα — ἀδιάβατος not to be passed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιάβατοι — ἀδιάβατος not to be passed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Адиабатический процесс — Тепловые процессы Статья является частью одноименн …   Википедия

  • непроходьныи — (9*) пр. 1.Непроходимый; труднодоступный: да не въ брегъ въпадемъ. ли в рѣкы непроходны... ли в пѹстыню непроходнѹ. (ἀεροτους) ПНЧ 1296, 174; ѿшедъ... въ скровено мѣсто. и ѡти(ну)дь непроходно. ПНЧ XIV, 146г; пропасть межю велика и непроходна.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”